Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015
Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015
O ΩΜΕΓΑ
TO ΩΜ
Απόσυρε απ' το κορμί την κάθε λέξη
στη θάλασσά Σου πόντισε τη μουσική
γίνου ο βαθύς λειμώνας δέξου το όρος
και δώσε στη φωτιά να κοιμηθεί
σβήσε απ' το αίμα στο αίμα μου τη μνήμη
τίποτε να μην είναι να ειπωθεί
και οδήγησε και φτάσε με στο Ωμέγα
και ανάλυσε το πρόσωπό μου στη ζωή
ώσπου μορφή μορφή να μην υπάρχει
και τέλειωσε και απόλυσε τον χρόνο
τα χείλη λάβε πάρε μου μ΄ένα φιλί
στον Πόλεμό Σου δος μου την Ειρήνη
στον Λόγο τον δικό Σου τη Σιωπή.
© Θεοδόσης Βολκώφ
MYSTERIUM
MYSTERIUM
Νύχτα. Τον θόλο τ’ ουρανού η αστραπή διατρέχει
από τη μια τού ορίζοντα ώσμε την άλλη άκρη,
με φως κυανό τονίζοντας σε μια στιγμή τα μάκρη
μέλαινας γης που υπόμονη και σοβαρή προσέχει·
ν’ ακούσει· τι; Σαν θάνατος, σιωπή στην πλάση πάσα
κι όλα ριγούν ακίνητα στην πρώτη μέσα σκέψη,
ο Κόσμος που ξεκόρμισε στη μήτρα να επιστρέψει,
σαν μακελεύτρα τον γεννά του Αρχαίου Θεού η ανάσα.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Νύχτα. Τον θόλο τ’ ουρανού η αστραπή διατρέχει
από τη μια τού ορίζοντα ώσμε την άλλη άκρη,
με φως κυανό τονίζοντας σε μια στιγμή τα μάκρη
μέλαινας γης που υπόμονη και σοβαρή προσέχει·
ν’ ακούσει· τι; Σαν θάνατος, σιωπή στην πλάση πάσα
κι όλα ριγούν ακίνητα στην πρώτη μέσα σκέψη,
ο Κόσμος που ξεκόρμισε στη μήτρα να επιστρέψει,
σαν μακελεύτρα τον γεννά του Αρχαίου Θεού η ανάσα.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Αναρτήθηκε από Θεοδόσης Βολκώφ στις 11:57 μ.μ.
FRAGMENTA PSALMORUM
FRAGMENTA PSALMORUM
Για τη Μάνα μου
I
Ρώτησες κάποτε; Πλέον όμως δε ρωτάς.
Κι όταν εγώ ρωτώ, φρικτά σωπαίνεις.
Δεν ξέρω πώς μισείς, πώς αγαπάς,
αν κάτι απ’ όλους μας ακόμα περιμένεις.
ΙΙ
Σ’ ένιωσα χείμαρρο φωτιάς μες στον γκρεμό,
κι έκτοτε βρίσκομαι εκεί απ’ όπου λείπεις,
και τόλμησα και απάντησα, ιδού, ιδού εγώ,
κι έγινα ο περίγελως και το άθυρμα της λύπης.
ΙΙΙ
Πίστη αβάσταγη, τραχιά, χωρίς ελπίδα·
πιστεύω, επίστευσα, πιστεύσω· με πιστεύεις;
κι είμαι όλος έγνοια κι αγωνία και φροντίδα,
κι Εσύ τη Λέξη μέσα μου όλο και στερεύεις.
ΙV
Σκιά σκιάς με δίχως περηφάνεια,
έρημος τον εαυτό μου να κακίζω,
ξένος του κόσμου Εσέ δοξολογώ
και μέσα σε λυγμούς εμένα υβρίζω.
V
Όλος ανόμημα και αήττητη εντός μου αμαρτία·
σκέψη ισχνή, πράξη άπραγη, του εαυτού μου είμαι η απουσία·
κι όπου κι αν δώσεις να σταθώ, εγώ είμαι λάθος·
κίνηση αέναη, δρόμος κανείς, και στείρο πάθος.
VI
Aν ό,τι γνώριζα πια δε γνωρίζω
κι ό,τι κι αν άγγιξα χαλκεύω
και πράττοντας τα πράγματα ψευτίζω,
δείξε μου πού -αν κάπου- αληθεύω.
VII
Τη θλίψη μου κατοίκησα, φωνή που λιώνει,
μα πριν – αντρειεύεται η άσκυφτη βλαστήμια:
είμαι το ασλάνι σου το μαύρο μες στ’ αγρίμια,
ούτε μετ’ από Σένα ο Άνθρωπος τελειώνει.VIII
Aπ’ ό,τι κράτησα ή κρατώ τι μέλλει να κρατήσω;
Από τον Χρόνο Σου αλώνονται τα μύχια.
Τι αγαπώ; Τι αγάπησα; Μπορώ να αγαπήσω
με όλα τα δόντια που έχω και τα νύχια;
IX
Ας ήσουν η ελάχιστη φωνή, όμως δεν είσαι.
Σε απώλεσα· Σε απώλεσα· Εσύ ας με κερδίσεις·
το δράμα που όλο δένεται, μια και για πάντα, λύσε·
γράψε με ακόμα μια φορά -στερνή- προτού με σβήσεις.
Χ
Ποιο το ακατάλυτο στου γίγνεσθαί Σου το καμίνι;
Όχι γυναίκα, όχι παιδιά, σύντομα όχι στέγη·
ό,τι αφαιρέσεις από εδώ, πού, πώς να ξαναγίνει;
Ότι πολύ ηγάπησε, διό και νυν Σε ψέγει.ΧΙ
Όποιος και όπου κι όπως κι αν είσαι,
πόσα άλλα δάκρυα πια για να Σε δούμε;
Αιώνες πριν μας θέλησες κι αιώνες μάς αρνείσαι,
χωρίς Εσένα προς Εσένα προχωρούμε.
ΧΙΙ
Ν’ αντέχεις λέω ν’ αντέχεις
την πλημμυρίδα και την άμπωτη
της Λέξης το ξεχείλισμα
και το πικρό το στέρεμά της.
ΧΙΙΙ
Βαρύς, σημαίνει θάνατο, ο χτύπος της καμπάνας.
Τέλος του κόσμου. Και ντροπή, ούτε καν Σε ψέλλισα·
κι ούτε ελεγεία ή προσευχή κι ούτε -αλίμονο- παιάνας.
Αλλιώς, αλλιώτικο με θέλησα.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Έτσι όπως η ζωή με περιζώνει
Έτσι όπως η ζωή με περιζώνε
Έτσι όπως η ζωή με περιζώνει
Έτσι όπως η ζωή με περιζώνει,
με τον λυγμό στο στήθος μου πνιγμένο,
τη μνήμη ανήλεη να σε δικαιώνει,
σε κάθε λέξη, ακόμη, ν’ ανασαίνω
την απουσία που όλα τ’ αξιώνει
και υποτακτικός τής τα πηγαίνω,
και το άγραφο τη Γλώσσα να στοιχειώνει
και να ντροπιάζει πάντα το γραμμένο,
φαγώθηκαν τα χείλη από τις λέξεις
και δεν ανοίγουν σε φιλιά άλλα χείλη·
το απέραντο γαλάζιο όχι αντιστύλι
και, η περηφάνεια, ισχνή για να συντρέξεις·
κι οι γύρω να μην είν’ εχθροί ούτε φίλοι.
Έτσι έκθετος να ζεις κι έτσι ν’ αντέξεις.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Έτσι όπως η ζωή με περιζώνει,
με τον λυγμό στο στήθος μου πνιγμένο,
τη μνήμη ανήλεη να σε δικαιώνει,
σε κάθε λέξη, ακόμη, ν’ ανασαίνω
την απουσία που όλα τ’ αξιώνει
και υποτακτικός τής τα πηγαίνω,
και το άγραφο τη Γλώσσα να στοιχειώνει
και να ντροπιάζει πάντα το γραμμένο,
φαγώθηκαν τα χείλη από τις λέξεις
και δεν ανοίγουν σε φιλιά άλλα χείλη·
το απέραντο γαλάζιο όχι αντιστύλι
και, η περηφάνεια, ισχνή για να συντρέξεις·
κι οι γύρω να μην είν’ εχθροί ούτε φίλοι.
Έτσι έκθετος να ζεις κι έτσι ν’ αντέξεις.
© Θεοδόσης Βολκώφ
TRISTE
ΤRΙSTE
τώρα είμαι θόρυβος και λόγια και βοή
τώρα είμαι αντίλαλος αυτών που έχω μισήσει
μάτι κενό δράση ανερμάτιστη τυφλή
πρέπει ξανά ξανά στον άνθρωπο να εγκύψεις
ο Λόγος αίμα στο αίμα πάλι ν΄ακουστεί
θανάτωσέ με αν έτσι θέλησες μα πες μου -
εκεί που Εγώ εκεί που Εγώ μαζί μου εσύ.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Πρώτη δημοσίευση www.vakxikon.gr
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΔΙΠΛΗ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΑΠΟ ΦΟΒΟ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΔΙΠΛΗ
ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΑΠΟ ΦΟΒΟ
Δεν ήμουν, κύριοι, τόσο θαρραλέος
καθώς εσείς – με πίκρα ομολογώ.
Θα πουν πολλοί πως γίνομαι χυδαίος,
πως ασχολούμαι με ό,τι ρυπαρό,
όμως, αλήθεια, απλώς διαπορώ
κι αναρωτιέμαι – πόθεν τόσο θάρρος;
Μια σκέψη κάνω, και τη γράφω εδώ –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.
Δεν ήμουν κατ’ ελάχιστον σπουδαίος.
Για θάρρος μίλησα· θα εξηγηθώ.
Θα ήθελα να μάθω, αν, βεβαίως,
με την ερώτησή μου δεν οχλώ,
πώς προχωρήσατε στο βήμα ενώ
της κεφαλής μας είναι βέβαιο βάρος,
μα την απάντηση προεξοφλώ –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.
Σαν έρχονταν παλιά κάποιος Γενναίος
να μου αναγγείλει με ύφος χαρωπό
τους γάμους του, πώς μ’ έπιανε ένα δέος
και κάποιο τρέμουλο, μα το Θεό,
μπροστά στον άνδρα που τολμούσε αυτό
όταν παντού και πάντα ένας «κουμπάρος»
καραδοκεί· και λέω με το στανιό –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.
Και πράγματι ούτε πλούτος ούτε κλέος
ούτε και κάτι άλλο θαυμαστό
μπορεί ν’ απολυτρώσει από έναν τέως,
από έναν νυν ή μέλλοντα εχθρό
κανένα, μα κανένα σπιτικό·
θα τα φορέσει ακόμη και ο Τσάρος
άδοντας το γλυκόπικρο ρητό –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.
… Τι ατυχία τότε που ήμουν νέος
στη σκέψη αυτή ποτέ να μην σταθώ,
μα να γυρνώ ως πλάνης Ιουδαίος
και ν’ αγνοώ το Μέγα Μυστικό·
κι ενώ έτρεμα της Μοίρας το γραφτό
να μην βρεθεί στον δρόμο μου ένας Φάρος
Πνευματικός να πει: «Για άκου εδώ –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος».
Αν ήμουν τώρα ως άλλοτε ακμαίος,
με μάταια θλίψη πια τ’ ομολογώ,
κάποιες μου απόψεις θ’ άλλαζα· ταχέως
θα φρόντιζα – ω ναι! – να νυμφευθώ
κάποιο απ’ τα τόσα γύρω θηλυκό,
κι ας μ’ έπαιρνε ασφαλώς κι εμένα ο σμπάρος,
γιατί το πράγμα πια φιλοσοφώ –
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.
Έπρεπε να γεράσω για να δω.
Του βίου του εγγάμου μέγα το άρος
κι όσο για τ’ άλλο – τίμημα μικρό.
Δεν είναι δα το κέρατο και Χάρος.
Του Βαλλισμού Αφιέρωσις
Εις εγγάμους και αγάμους ταπεινώς αφιερούται
το στιχούργημα ως άνω, ποιημάτιον φαιδρόν·
ανεγνώσατε, ω φίλοι, πλην ποσώς εξουδενούται
διά της αναγνώσεως ταύτης το κοινόν ημίν κακόν.
Το ερώτημα αφεύκτως τίθεται· τις δικαιούται
άκερω τον εαυτό του να θεωρήσει εξ ημών;
Εν αγνοία του ή εν γνώσει πως πολλάκις κερατούται
τις να αρνηθή εδυνήθη εξ ανδρών και γυναικών;
Ύπανδροι γυναίκες και άνδρες νυμφευθέντες, με ακούτε,
(καίτοι ανύμφευτος εξ ίσου τάλας ην ο στιχουργών)
μην διά του κεράτου πάσα σχέσις τω όντι ακεραιούται
ως κι ο Βαλλισμός διδάσκει κατά τρόπον στιχηρόν;
Ανθρωπότης, κερασφόρον γένος, το μοιραίον υψούται
μέσω της Γραφής εις Γλώσσαν· δικαιότατα, λοιπόν,
εις εγγάμους και αγάμους, τρυφερώς, αφιερούται
και ασφαλώς – μη με λησμόνει, Εαυτέ – εις Εαυτόν.
© Θεοδόσης Βολκώφ
ΤΑ ΜΟΙΧΙΚΑ δ'
ΤΑ ΜΟΙΧΙΚΑ
δ’
Λύσε τα μαύρα σου μαλλιά
κι άσε το πράσινο ν’ αστράφτει
των δυο ματιών σου, τη θωριά
της γύμνιας ντύσου που με σκάφτει·
δείξε τα δόντια σου, Ομορφιά,
και μπήξε τα και γέψου το αίμα,
βγάλε τα νύχια τα γαμψά
και αφέσου στο δικό μου βλέμμα·
στάσου αντίκρυ μου ορθή,
πανέτοιμη για κάθε πάλη
και αυτάρεσκη, δεσποτική,
τίναξε πίσω το κεφάλι.
Σπεύσε, Ομορφιά. Τι περιμένεις.
Λάβε την όψη της Λεαίνης.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Αναρτήθηκε από Θεοδόσης Βολκώφ στις 2:24 π.μ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)