Μεγάλες νύχτες, θερινές, απόλυτες, δικές μας…
«… Πάλι νύχτα μ’ άσωτα βιολιά/ μέσα στους μισοχαλασμένους μύλους
Κρυφομιλούσες με μια μάγισσα/ στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
Που ήταν το ίδιο το φεγγάρι.
Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί/ αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι/ ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι.»
(Ο. Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος)
Γιάννης Ρίτσος, τρία αποσπάσματα από τον «Ορέστη»
«Μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική — τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη, επιτρέποντας μας
μιαν άνεση — να ‘μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα• να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνή ας τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες, φρικιάσεις του μαύρου δέρματος της.
τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη, επιτρέποντας μας
μιαν άνεση — να ‘μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα• να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνή ας τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες, φρικιάσεις του μαύρου δέρματος της.
……………………………….
Τί όμορφη νύχτα —
κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο από μας, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε – πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών.
κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο από μας, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε – πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών.
……………………………………..
Μεγάλες νύχτες, θερινές, απόλυτες, δικές μας,
ανάμικτες αστέρια, ιδρωμένες μασκάλες, σπασμένα ποτήρια, —
ένα έντομο βομβίζει ευγενικά στ’ αυτί της ησυχίας,
οι ζεσταμένες σαύρες μπρος στα πόδια νεανικών αγαλμάτων,
οι γυμνοσάλιαγκοι στα παγκάκια, των κήπων ή και μέσα στο κλειστό σιδηρουργείο
σεργιανώντας επάνω στο πελώριο αμόνι, αφήνοντας
στο μαύρο σίδερο λευκές γραμμές από σπέρμα και σάλιο.
ανάμικτες αστέρια, ιδρωμένες μασκάλες, σπασμένα ποτήρια, —
ένα έντομο βομβίζει ευγενικά στ’ αυτί της ησυχίας,
οι ζεσταμένες σαύρες μπρος στα πόδια νεανικών αγαλμάτων,
οι γυμνοσάλιαγκοι στα παγκάκια, των κήπων ή και μέσα στο κλειστό σιδηρουργείο
σεργιανώντας επάνω στο πελώριο αμόνι, αφήνοντας
στο μαύρο σίδερο λευκές γραμμές από σπέρμα και σάλιο.
Όλα ένας έρωτας — μαγεία και θάμβος, (όπως έλεγε κάποτε ή μητέρα),
όταν πλατιά, σαρκώδη, δροσερά, τα φύλλα της νύχτας
εγγίζουνε τα μέτωπα μας κι ó καρπός πού πέφτει
είναι ένα μήνυμα ορισμένο κι αμετάδοτο
όπως ό κύκλος, το τρίγωνο ή ο ρόμβος. Συλλογιέμαι
ένα πριόνι πού σκουριάζει σ’ ένα εγκαταλελειμμένο ξυλουργείο,
κ’ οι αριθμοί των σπιτιών μετακινούνται πέρα στον ορίζοντα —
3, 7, 9, — ο αριθμός ó αναρίθμητος.
όταν πλατιά, σαρκώδη, δροσερά, τα φύλλα της νύχτας
εγγίζουνε τα μέτωπα μας κι ó καρπός πού πέφτει
είναι ένα μήνυμα ορισμένο κι αμετάδοτο
όπως ό κύκλος, το τρίγωνο ή ο ρόμβος. Συλλογιέμαι
ένα πριόνι πού σκουριάζει σ’ ένα εγκαταλελειμμένο ξυλουργείο,
κ’ οι αριθμοί των σπιτιών μετακινούνται πέρα στον ορίζοντα —
3, 7, 9, — ο αριθμός ó αναρίθμητος.
…………………………………….
Όταν βγαίνει ή σελήνη, χαμηλώνουν τα σπίτια στην πεδιάδα κάτω,
τα καλαμπόκια τρίζουν απ’ τ’ αγιάζι ή απ’ το νόμο της αύξησης,
τ’ ασβεστωμένα δέντρα φέγγουνε στη βάση τους σα θερισμένες κολώνες
σ’ έναν πόλεμο αθόρυβο, ενώ oι ταμπέλες των μικρομάγαζων
κρέμονται σαν χρησμοί επαληθευμένοι πάνω απ’ τις κλεισμένες πόρτες.
Οι αγρότες θα κοιμήθηκαν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους
και τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ’ τα κλαδιά μες στον ύπνο τους
σα να μην προσπαθούν να κρατηθούν, σα να μην είναι τίποτα ή προσπάθεια,
σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει —
ανάλαφρα- ανάλαφρα, σα να ‘χει εισδύσει ό ουρανός στα φτερά τους,
σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρι
κι είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω στο ύπαιθρο ακούγονται
τα ζώα ν’ αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.
……………………………………….
Μ’ αρέσει αυτή ή νωπή ησυχία. Κάπου εδώ κοντά, σ’ ένα χαγιάτι,
μια νέα γυναίκα θα χτενίζει τα μακριά μαλλιά της
και πλάι της θ’ ανασαίνουν τ’ απλωμένα εσώρουχα στο φεγγαρόφωτο.
Όλα ρευστά, γλιστερά, ευτυχισμένα. Μεγάλες υδρίες μες στους λουτήρες
θαρρώ πώς χύνουνε νερό στων κοριτσιών τους αυχένες και τα στήθη,
γλιστράνε τα μικρά, αρωματικά σαπούνια στα πλακάκια,
οι φυσαλίδες διασχίζουν τους θορύβους των νερών και των γέλιων,
μια γυναίκα γλίστρησε κι έπεσε,
γλίστρησε το φεγγάρι απ’ το φεγγίτη,
όλα γλιστρούν απ’ το σαπούνι — δεν μπορείς να τα κρατήσεις
ούτε μπορείς να κρατηθείς• — αυτό το γλύστρημα
είναι ó επανερχόμενος ρυθμός της ζωής• οι γυναίκες γελάνε
τραντάζοντας λευκούς, πανάλαφρους πυργίσκους σαπουνάδας
επάνω στο δασάκι του εφηβαίου τους. Έτσι να ‘ναι ή ευτυχία;»
τα καλαμπόκια τρίζουν απ’ τ’ αγιάζι ή απ’ το νόμο της αύξησης,
τ’ ασβεστωμένα δέντρα φέγγουνε στη βάση τους σα θερισμένες κολώνες
σ’ έναν πόλεμο αθόρυβο, ενώ oι ταμπέλες των μικρομάγαζων
κρέμονται σαν χρησμοί επαληθευμένοι πάνω απ’ τις κλεισμένες πόρτες.
Οι αγρότες θα κοιμήθηκαν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους
και τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ’ τα κλαδιά μες στον ύπνο τους
σα να μην προσπαθούν να κρατηθούν, σα να μην είναι τίποτα ή προσπάθεια,
σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει —
ανάλαφρα- ανάλαφρα, σα να ‘χει εισδύσει ό ουρανός στα φτερά τους,
σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρι
κι είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω στο ύπαιθρο ακούγονται
τα ζώα ν’ αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.
……………………………………….
Μ’ αρέσει αυτή ή νωπή ησυχία. Κάπου εδώ κοντά, σ’ ένα χαγιάτι,
μια νέα γυναίκα θα χτενίζει τα μακριά μαλλιά της
και πλάι της θ’ ανασαίνουν τ’ απλωμένα εσώρουχα στο φεγγαρόφωτο.
Όλα ρευστά, γλιστερά, ευτυχισμένα. Μεγάλες υδρίες μες στους λουτήρες
θαρρώ πώς χύνουνε νερό στων κοριτσιών τους αυχένες και τα στήθη,
γλιστράνε τα μικρά, αρωματικά σαπούνια στα πλακάκια,
οι φυσαλίδες διασχίζουν τους θορύβους των νερών και των γέλιων,
μια γυναίκα γλίστρησε κι έπεσε,
γλίστρησε το φεγγάρι απ’ το φεγγίτη,
όλα γλιστρούν απ’ το σαπούνι — δεν μπορείς να τα κρατήσεις
ούτε μπορείς να κρατηθείς• — αυτό το γλύστρημα
είναι ó επανερχόμενος ρυθμός της ζωής• οι γυναίκες γελάνε
τραντάζοντας λευκούς, πανάλαφρους πυργίσκους σαπουνάδας
επάνω στο δασάκι του εφηβαίου τους. Έτσι να ‘ναι ή ευτυχία;»
(Γιάννης Ρίτσος, Τέταρτη διάσταση, Κέδρος)